- νεοχμώ
- (I)νεοχμῶ, -έω (Α) [νεοχμός]νεοχμώ* (II).————————(II)νεοχμῶ, -όω (Α) [νεοχμός]1. επιφέρω μεταρρυθμίσεις, ιδίως πολιτικές2. (γενικά) αλλάζω, μεταβάλλω3. ανακαινίζω, ανανεώνω4. ιατρ. προκαλώ επιπλοκή ή δυσκολίες.
Dictionary of Greek. 2013.